Θάταν το Οινόπνευμα
Θάταν το οινόπνευμα που ήπια το βράδυ,
θάταν που νύσταζα, είχα κουρασθεί όλη μέρα
Σβύσθηκεν απ’ εμπρός μου η μαύρη ξύλινη κολόνα
με την αρχαία κεφαλή κ’ η πόρτα της τραπεζαρίας,
κ’ η πολυθρόνα η κόκκινη και το καναπεδάκι.
Ήλθε στην θέσιν των της Μασσαλίας ένας δρόμος.
Κ’ ελευθέρα η ψυχή μου, χωρίς συστολή,
εκεί εφάνηκε πάλι κ’ εκίνειτο,
με την μορφήν αισθητικού κ’ ηδονικού εφήβου-
Του διεφθαρμένου εφήβου: ας λεχθεί κι αυτό.
Θάταν το οινόπνευμα που ήπια το βράδυ,
θάταν που νύσταζα, είχα κουρασθεί όλη μέρα
Ανακουφίσθηκε η ψυχή μου, που η καϋμένη
όλο συστέλλεται υπό το βάρος των ετών.
Ανακουφίσθηκε η ψυχή μου και μου εφάνη
στης Μασσαλίας έναν δρόμο συμπαθητικό,
με τη μορφή του ευτυχισμένου, διεφθαρμένου εφήβου
που τίποτε δεν ντρέπονταν εκείνος, ασφαλώς
-----------------
Το παραπάνω ποίημα ανήκει στα ατελή του Καβάφη
και γράφτηκε το 1919